χειροτεχνία, η, ουσ. [<αρχ. χειροτεχνία], η χειροτεχνία· η
μαλακία, ο αυνανισμός: «ο τάδε έχει αδυναμία στη χειροτεχνία»·
-
δουλεύει χειροτεχνία, συνηθίζει να μαλακίζεται, να αυνανίζεται: «ο τάδε
κάθε δυο και τρεις δουλεύει χειροτεχνία». Συνήθως συνοδεύεται από τις
χαρακτηριστικές κινήσεις του αυνανισμού. Συνών. δουλεύει χειροκίνητη /
δουλεύει χειροποίητη·
-το
ρίχνει στη χειροτεχνία, μαλακίζεται,
αυνανίζεται: «δεν τον νοιάζει η γυναίκα, γιατί κάθε τόσο το ρίχνει στη
χειροτεχνία». Συνήθως συνοδεύεται από τις χαρακτηριστικές κινήσεις του
αυνανισμού. Συνών. το ρίχνει στη μαναβέλα / το ρίχνει στη χειροκίνητη / το
ρίχνει στη χειροποίητη.